Η ρύπανση και η έλλειψη πρασίνου αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης, προειδοποιεί νέα μελέτη
Επιστήμονες αποκαλύπτουν πώς το κλίμα και η ρύπανση επηρεάζουν τη διάθεση και την ψυχική υγεία.
H ρύπανση της ατμόσφαιρας και η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλον , σε συνδυασμό με τη ζέση, φαίνεται πως δεν επιβαρύνουν μόνο τη σωματική υγεία, αλλά και την ψυχική. Νέα ανάλυση στοιχείων από το China Health and Retirement Longitudinal Study (CHARLS) δείχνει ότι όσοι εκτίθενται σε υψηλές θερμοκρασίες και ρύπους, ενώ ταυτόχρονα ζουν σε περιοχές με περιορισμένη πρόσβαση σε νερό ή πράσινο, παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Environmental Psychology, εξετάζει τη σύνδεση ανάμεσα στο περιβάλλον και την ψυχική υγεία, αναδεικνύοντας πόσο πολύπλοκος έχει γίνει ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Ο συνδυασμός υψηλών θερμοκρασιών, ρύπανσης και απουσίας φυσικού περιβάλλοντος φαίνεται να επιβαρύνει σημαντικά τη διάθεση και τη συναισθηματική σταθερότητα των πολιτών.
Η κλιματική αλλαγή
Όπως γράφεται και στο PsyPost η υπερθέρμανση του πλανήτη οφείλεται κυρίως στις ανθρώπινες δραστηριότητες — από την καύση ορυκτών καυσίμων και τη βιομηχανική παραγωγή, μέχρι την αποψίλωση των δασών. Οι διαδικασίες αυτές αυξάνουν τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου, παγιδεύοντας θερμότητα στην ατμόσφαιρα και διαταράσσοντας το φυσικό ισοζύγιο του κλίματος. Το αποτέλεσμα είναι πιο συχνοί καύσωνες, παρατεταμένες ξηρασίες και ακραία καιρικά φαινόμενα που δεν πλήττουν μόνο το περιβάλλον, αλλά και την ανθρώπινη ψυχολογία.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση και η ψυχολογία – Πώς συνδέονται
Η ατμοσφαιρική ρύπανση, που προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τις ίδιες πηγές, επιβαρύνει την υγεία πολλαπλά. Οι μικροσωματίδια PM2.5 και PM10, αλλά και αέρια όπως το διοξείδιο του θείου (SO₂) και το μονοξείδιο του άνθρακα (CO), σχετίζονται όχι μόνο με παθήσεις του αναπνευστικού και του καρδιαγγειακού συστήματος, αλλά και με αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι για κάθε αύξηση 10 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο στα επίπεδα των PM2.5, ο κίνδυνος εμφάνισης κατάθλιψης αυξανόταν κατά 25%.
Αντίστοιχα, ο κίνδυνος αυξανόταν κατά 13% με την ίδια αύξηση στα PM10, ενώ ακόμη και μικρότερες συγκεντρώσεις CO και SO₂ είχαν μετρήσιμη επίδραση στη διάθεση των συμμετεχόντων. Σε περιοχές με περιορισμένη πρόσβαση σε «μπλε χώρους», δηλαδή σε λίμνες, ποτάμια ή θάλασσα, τα ποσοστά καταθλιπτικών συμπτωμάτων ήταν υψηλότερα. Όταν δε συνυπήρχαν οι παράγοντες καύσωνα, ρύπανσης και έλλειψης φυσικού περιβάλλοντος, το ποσοστό κινδύνου εκτοξευόταν.
Η ψυχική ανθεκτικότητα ως νέα πρόκληση
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν στοιχεία από 12.316 άτομα ηλικίας άνω των 45 ετών, που ζούσαν σε 124 πόλεις της Κίνας. Περίπου οι μισοί από αυτούς κατοικούσαν σε αγροτικές περιοχές, όπου οι συνθήκες διαβίωσης συχνά καθιστούν πιο έντονη την έκθεση στα φαινόμενα της φύσης. Η ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με βάση παραμέτρους όπως τη θερμοκρασία, τα επίπεδα ρύπανσης, αλλά και την παρουσία βλάστησης ή νερού στην περιοχή κατοικίας.
Οι λεγόμενοι «πράσινοι χώροι» περιλαμβάνουν πάρκα, δάση και κήπους, ενώ οι «μπλε χώροι» αναφέρονται σε φυσικά ή τεχνητά υδάτινα περιβάλλοντα. Η ύπαρξή τους φαίνεται να λειτουργεί προστατευτικά για την ψυχική υγεία, προσφέροντας ηρεμία και μείωση του στρες. Αντίθετα, η απουσία τους σε πυκνοκατοικημένες ή βιομηχανικές περιοχές συνδέεται με αυξημένα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η συνδυασμένη έκθεση σε θερμότητα, ρύπανση και έλλειψη φυσικών χώρων δεν λειτουργεί απλώς αθροιστικά αλλά εκθετικά — εντείνοντας σημαντικά την πιθανότητα εκδήλωσης ψυχικών διαταραχών. «Τα αποτελέσματα μάς δείχνουν ότι χρειάζονται πολιτικές που θα μειώσουν τη ρύπανση και θα διατηρήσουν τα φυσικά περιβάλλοντα, ειδικά κατά τις περιόδους έντονου καύσωνα», αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης.